Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά
  • Συνέντευξη

Συνέντευξη στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Συνέντευξη του Luis de Guindos, Αντιπροέδρου της ΕΚΤ, στη Μαρία Βασιλείου

16 Ιουνίου 2022

Τι σας οδήγησε στις αποφάσεις της περασμένης εβδομάδας και τι περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων θα πρέπει να περιμένουμε μετά την πρώτη αύξηση τον Ιούλιο;

Ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός. Σύμφωνα με τις προβολές μας, θα αρχίσει να υποχωρεί σταδιακά αργότερα εντός του έτους, παραμένοντας πάνω από τον στόχο μας σε όλον τον χρονικό ορίζοντα προβολής. Ο πληθωρισμός είναι πιο επίμονος και έχει ευρύτερη βάση από ό,τι πιστεύαμε πριν από μερικούς μήνες, αλλά θα συνεχίσει να μειώνεται το 2023 και το 2024. Το Διοικητικό Συμβούλιο δήλωσε την απόλυτη δέσμευσή του να επαναφέρει τον πληθωρισμό σε επίπεδο συμβατό με τον ορισμό της σταθερότητας τιμών –2% μεσοπρόθεσμα– και έχει ξεκινήσει τη διαδικασία εξομάλυνσης. Αυτή περιλαμβάνει τη λήξη των καθαρών αγορών στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού από την 1η Ιουλίου. Δώσαμε επίσης ενδείξεις για τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων: αύξηση τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο. Σκοπεύουμε να αυξήσουμε τα επιτόκια κατά 0,25% στη συνεδρίαση της 21ης Ιουλίου. Για τον Σεπτέμβριο, θα εξετάσουμε το ενδεχόμενο μεγαλύτερης αύξησης, αν διατηρηθούν οι προοπτικές για τον πληθωρισμό ή αν χειροτερεύσουν. Οι μελλοντικές αποφάσεις μας θα βασίζονται στα στοιχεία.

Υπήρξαν κριτικές, εν μέρει επειδή οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου άρχισαν να προσαρμόζουν τις πολιτικές τους νωρίτερα, ότι η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ μάλλον άργησε…

Πρώτον, θα ήθελα να τονίσω ότι αρχίσαμε να λαμβάνουμε μέτρα για τον πληθωρισμό αρκετούς μήνες πριν. Τον Δεκέμβριο αποφασίσαμε να διακόψουμε τις καθαρές αγορές στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP) τον Μάρτιο. Και η οικονομική κατάσταση στη ζώνη του ευρώ δεν είναι η ίδια όπως στον υπόλοιπο κόσμο. Η σημερινή έξαρση του πληθωρισμού είναι παγκόσμιο φαινόμενο, αν και η Ευρώπη άρχισε να επηρεάζεται λίγο αργότερα από ό,τι άλλα μέρη, πράγμα που εξηγεί γιατί η αντίδρασή μας ήλθε λίγο αργότερα από ό,τι σε άλλες χώρες. Μόλις είδαμε ότι ο πληθωρισμός άρχισε να παγιώνεται, δράσαμε γρήγορα και αποφασιστικά. Σε αντίθεση με τη ζώνη του ευρώ, η εγχώρια ζήτηση φαίνεται ότι αποτέλεσε ισχυρότερο προσδιοριστικό παράγοντα του πληθωρισμού στις ΗΠΑ.

Ανησυχείτε για δευτερογενείς πιέσεις;

Αυτός είναι ένας κίνδυνος που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Ο πληθωρισμός θα είναι υψηλότερος από ό,τι περιμέναμε για μεγαλύτερη χρονική περίοδο. Όσο περισσότερο παραμένει υψηλός τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες δευτερογενών επιδράσεων. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε διαπιστώσει μεγάλες αυξήσεις στις μισθολογικές διεκδικήσεις και συμφωνίες, πρέπει όμως να παρακολουθούμε την κατάσταση πολύ προσεκτικά.

Οι μακροοικονομικές προβολές της ΕΚΤ έχουν αναθεωρηθεί σημαντικά προς τα κάτω. Υπάρχει κίνδυνος ύφεσης;

Αναθεωρήσαμε προς τα κάτω τις προοπτικές για την ανάπτυξη το 2022 και το 2023 λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία και της επιδείνωσης των όρων εμπορίου που οφείλεται στην αύξηση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και της ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει τώρα να κατανείμουμε μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος της ζώνης του ευρώ σε αυτούς τους πιο ακριβούς συντελεστές παραγωγής. Το καθαρό εισόδημα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα είναι χαμηλότερο από ό,τι πριν από τον πόλεμο. Αυτό αντανακλάται στις προβολές μας για την ανάπτυξη. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των προβολών, πάντως, δεν θα εκδηλωθεί ύφεση (δηλ. αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης για δύο συνεχόμενα τρίμηνα). Θα έχουμε όμως χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης. Σε πιο ακραίες περιπτώσεις –π.χ. σε περίπτωση σοβαρής διατάραξης του ενεργειακού εφοδιασμού, όπως υποθέτει το δυσμενές σενάριό μας– ο ρυθμός ανάπτυξης θα μπορούσε να γίνει αρνητικός το 2023.

Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξάνονται. Υπάρχει κίνδυνος χρηματοπιστωτικού κατακερματισμού, και τι εργαλεία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αν οι επανεπενδύσεις των εσόδων από το πρόγραμμα PEPP δεν επαρκούν για να τον αποτρέψουν; Πιστεύετε ότι οι αγορές θα δοκιμάσουν την αποτελεσματικότητά σας;

Ο κατακερματισμός –ή η προβληματική μετάδοση της νομισματικής πολιτικής– απασχολεί πάντοτε το Διοικητικό Συμβούλιο. Η ευελιξία ήταν εξαρχής χαρακτηριστικό του προγράμματος PEPP και το ίδιο ισχύει για τις επανεπενδύσεις. Αποφασίσαμε επίσης χθες να ζητήσουμε από τις αρμόδιες επιτροπές του Ευρωσυστήματος, με τη συνδρομή των υπηρεσιών της ΕΚΤ, να επιταχύνουν την ολοκλήρωση του σχεδιασμού ενός νέου εργαλείου καταπολέμησης του κατακερματισμού, το οποίο θα εξεταστεί ακολούθως από το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι αγορές δεν θα πρέπει να αμφιβάλλουν για το πόσο αποφασισμένοι είμαστε να αντιμετωπίσουμε τον κατακερματισμό.

Η Ελλάδα ετοιμάζεται να βγει από την ενισχυμένη εποπτεία. Έχετε ήδη αντιμετωπίσει την ελληνική κρίση ως μέλος του Eurogroup. Ποια η άποψή σας για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα;

Η μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας είναι εντυπωσιακή. Η διαφορά σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από έξι ή επτά χρόνια είναι τεράστια. Σήμερα υπάρχει εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία κι αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη της βελτίωσης που έχει σημειώσει η Ελλάδα, κυρίως σε τρεις τομείς. Πρώτον, η οικονομία της χώρας είναι πιο ανταγωνιστική, χάρη στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Δεύτερον, η Ελλάδα έχει βελτιώσει τη δημοσιονομική θέση της. Και, τρίτον, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι πιο ανθεκτικό όσον αφορά το κεφάλαιο και τη ρευστότητα. Υπάρχουν όμως και ευπάθειες. Η κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει να ενισχύει τη δημοσιονομική θέση της χώρας μεσοπρόθεσμα επιτυγχάνοντας συνεχόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειες για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος στη συνέχεια: θα έχουμε υψηλότερο πληθωρισμό, χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερα επιτόκια και υψηλότερες αποδόσεις. Είμαι όμως αισιόδοξος ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει επιτυχώς αυτές τις προκλήσεις.

Πώς αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ τη σημερινή κατάσταση;

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατάφεραν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την πανδημία. Είναι ικανές να κάνουν το ίδιο και με τις προκλήσεις που θέτει ο πόλεμος. Πλέον έχουν καλύτερη κεφαλαιοποίηση και είναι πιο ανθεκτικές. Ενώ τα υψηλότερα επιτόκια ίσως βραχυπρόθεσμα δώσουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους στις τράπεζες, η μεταστροφή ορισμένων τραπεζών από δάνεια κυμαινόμενου προς δάνεια σταθερού επιτοκίου τα τελευταία έτη ενδέχεται να περιορίσει ορισμένα από τα οφέλη. Δεν είναι ίδιες όλες οι τράπεζες. Κάποιες είναι πιο ευαίσθητες στην άνοδο των επιτοκίων. Η κερδοφορία και η φερεγγυότητα των επιχειρήσεων μπορεί να επηρεαστεί επίσης από τον συνδυασμό χαμηλότερης ανάπτυξης, υψηλότερων επιτοκίων και αυξημένων τιμών των συντελεστών, κάτι που δημιουργεί ανησυχίες για την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού. Μελλοντικά, η κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα είναι κομβικής σημασίας, καθώς θα επανεμφανίζονται ανησυχίες για πιστωτικό κίνδυνο.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.

Εκπρόσωποι Τύπου