EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 32004D0011(01)

2004/525/ΕΚ:Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Ιουνίου 2004, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σχετικά με την τροποποίηση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2004/11)

ΕΕ L 230 της 30.6.2004, σ. 56 έως 60 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
ΕΕ L 267M της 12.10.2005, σ. 10 έως 14 (MT)
Ειδική έκδοση στη βουλγαρική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 005 σ. 263 - 267
Ειδική έκδοση στη ρουμανική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 005 σ. 263 - 267
Ειδική έκδοση στην κροατική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 003 σ. 78 - 82

Νομικό καθεστώς του εγγράφου Δεν ισχύει πλέον, Ημερομηνία λήξης ισχύος: 18/04/2016; καταργήθηκε από 32016D0003

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2004/525/oj

30.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 230/56


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 3ης Ιουνίου 2004

σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σχετικά με την τροποποίηση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

(ΕΚΤ/2004/11)

(2004/525/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 6,

το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 12.3 και 36.1,

τη συμβολή του γενικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σύμφωνα με την πέμπτη περίπτωση του άρθρου 47.2 του καταστατικού,

τη γνώμη της επιτροπής προσωπικού της ΕΚΤ,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 (εφεξής «κανονισμός περί OLAF») προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (εφεξής η «Υπηρεσία») κινεί και διεξάγει διοικητικές έρευνες κατά της απάτης (εφεξής «εσωτερικές έρευνες») εντός των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, που έχουν ιδρυθεί με τις συνθήκες ΕΚ και Ευρατόμ ή δυνάμει αυτών, με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Σύμφωνα με τον κανονισμό περί OLAF, οι εσωτερικές έρευνες δύνανται να αφορούν σοβαρές πράξεις συνδεδεμένες με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων, που μπορεί να συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των μελών του προσωπικού των εν λόγω θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, δυνάμενη να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών των θεσμικών οργάνων και οργάνων, των διευθυντικών στελεχών των οργανισμών ή των μελών του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, που δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (εφεξής «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»).

(2)

Όσον αφορά την ΕΚΤ, τα επαγγελματικά αυτά καθήκοντα και υποχρεώσεις, ιδίως δε οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την επαγγελματική συμπεριφορά και το επαγγελματικό απόρρητο, καθορίζονται α) στους όρους απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, β) στους κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, γ) στο παράρτημα Ι των όρων απασχόλησης, που αφορά τους όρους βραχυπρόθεσμης απασχόλησης, και δ) στους κανόνες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τη βραχυπρόθεσμη απασχόληση, ενώ περαιτέρω καθοδήγηση παρέχεται ε) στον κώδικα συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2) και στ) στον κώδικα συμπεριφοράς των μελών του διοικητικού συμβουλίου (3) (εφεξής αναφέρονται από κοινού ως «όροι απασχόλησης της ΕΚΤ»).

(3)

Ο κανονισμός περί OLAF προβλέπει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ότι, όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η Υπηρεσία «πραγματοποιεί τις διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών», ενώ στο άρθρο 4 παράγραφος 6 προβλέπει ότι κάθε θεσμικό όργανο, όργανο και οργανισμός λαμβάνει απόφαση η οποία «περιλαμβάνει ειδικότερα κανόνες που αφορούν: α) την υποχρέωση των μελών, των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των θεσμικών οργάνων και οργάνων καθώς και των διευθυντικών στελεχών, υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού των οργανισμών να συνεργάζονται και να ενημερώνουν τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας· β) τις διαδικασίες που πρέπει να τηρούν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των εσωτερικών ερευνών, καθώς και την εγγύηση των δικαιωμάτων των ατόμων που αφορά η εσωτερική έρευνα». Σύμφωνα με την κοινοτική νομολογία, η Υπηρεσία μπορεί να αρχίσει έρευνα μόνον επί τη βάσει αρκούντως σοβαρών υπονοιών (4).

(4)

Ο κανονισμός περί OLAF προβλέπει (άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο) ότι οι εσωτερικές έρευνες θα πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τους κανόνες των συνθηκών, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Οι εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Υπηρεσία υπόκεινται επίσης στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και στις λοιπές αρχές και θεμελιώδη δικαιώματα που είναι κοινά στα κράτη μέλη και αναγνωρίζονται από το Δικαστήριο, όπως, για παράδειγμα, ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της νομικής συμβουλής («επαγγελματικό απόρρητο»).

(5)

Οι εσωτερικές έρευνες διεξάγονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στον κανονισμό περί OLAF και στις αποφάσεις που εκδίδει προς εφαρμογή αυτού κάθε θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός. Κατά την έκδοση της απόφασης εφαρμογής, η ΕΚΤ οφείλει να αιτιολογήσει κάθε περιορισμό στις εσωτερικές έρευνες που είναι επιζήμιες για τα ειδικά καθήκοντα και υποχρεώσεις που ανατέθηκαν στην ΕΚΤ από τα άρθρα 105 και 106 της συνθήκης. Με τους εν λόγω περιορισμούς θα πρέπει, αφενός, να διασφαλίζεται η απαραίτητη εμπιστευτικότητα όσον αφορά ορισμένες πληροφορίες της ΕΚΤ και, αφετέρου, να υλοποιείται η πρόθεση του νομοθέτη να ενισχύσει την καταπολέμηση της απάτης. Εκτός του πλαισίου των ειδικών αυτών καθηκόντων και υποχρεώσεών της, η ΕΚΤ θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, και για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ως δημόσιος οργανισμός παρόμοιος με τα άλλα θεσμικά όργανα και όργανα της Κοινότητας.

(6)

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η κυκλοφορία εκτός της ΕΚΤ ορισμένων εμπιστευτικών πληροφοριών που κατέχει η ΕΚΤ για την άσκηση των καθηκόντων της θα μπορούσε να θίξει σοβαρά τη λειτουργία της ΕΚΤ. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση να χορηγηθεί στην Υπηρεσία πρόσβαση σε πληροφορίες ή να διαβιβαστούν σε αυτή πληροφορίες θα λαμβάνεται από την εκτελεστική επιτροπή. Θα χορηγείται πρόσβαση σε πληροφορίες παλαιότερες του ενός έτους σε τομείς όπως οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής ή οι πράξεις που σχετίζονται με τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και τις παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος. Περιορισμοί που αφορούν σε άλλους τομείς, όπως σε δεδομένα που λαμβάνονται από τις αρχές άσκησης προληπτικής εποπτείας σχετικά με τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων και σε πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τις τεχνικές προδιαγραφές των τωρινών και μελλοντικών τραπεζογραμματίων ευρώ, δεν υπόκεινται σε χρονικό όριο. Παρόλο που, στην παρούσα απόφαση, οι πληροφορίες αυτές, η κυκλοφορία των οποίων εκτός της ΕΚΤ θα μπορούσε να θίξει σοβαρά τη λειτουργία της ΕΚΤ, έχουν περιοριστεί σε συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας, είναι αναγκαία η πρόβλεψη της δυνατότητας προσαρμογής της παρούσας απόφασης σε τυχόν απρόβλεπτες εξελίξεις, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η ΕΚΤ συνεχίζει να εκπληρώνει τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί από τη συνθήκη.

(7)

Η παρούσα απόφαση λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι εκτός από τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ που δεν αποτελούν μέλη και της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ ασκούν και εθνικά καθήκοντα. Η άσκηση των εθνικών αυτών καθηκόντων υπόκειται στο εθνικό δίκαιο και μένει εκτός του πεδίου των εσωτερικών ερευνών της Υπηρεσίας. Συνεπώς, η παρούσα απόφαση έχει εφαρμογή μόνον όσον αφορά τις επαγγελματικές δραστηριότητες που ασκούν τα εν λόγω πρόσωπα υπό την ιδιότητά τους ως μελών των διοικητικών οργάνων της ΕΚΤ. Στο μέτρο που οι εσωτερικές έρευνες της Υπηρεσίας ενδέχεται να αφορούν τα μέλη του γενικού συμβουλίου, η παρούσα απόφαση συντάχθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές των μελών αυτών.

(8)

Το άρθρο 38.1 του καταστατικού προβλέπει ότι τα μέλη των διοικητικών οργάνων και του προσωπικού της ΕΚΤ υποχρεούνται, ακόμη και όταν θα έχουν παύσει να ασκούν τα καθήκοντά τους, να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες οι οποίες, λόγω της φύσης τους, καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. Βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού περί OLAF, η Υπηρεσία και οι υπάλληλοί της υπόκεινται στους ίδιους όρους εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου με αυτούς που εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΚΤ βάσει του καταστατικού και των όρων απασχόλησης της ΕΚΤ.

(9)

Βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 6 του κανονισμού περί OLAF, οι εθνικές αρμόδιες αρχές συνδράμουν την Υπηρεσία στις έρευνές της στην ΕΚΤ, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις. Η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και η ΕΚΤ συνήψαν συμφωνία περί της έδρας, με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 1998 (5), η οποία θέτει σε εφαρμογή το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά την ΕΚΤ και περιέχει διατάξεις που αφορούν το απαραβίαστο των εγκαταστάσεων, των αρχείων και επικοινωνιών της ΕΚΤ, καθώς και σχετικά με τα διπλωματικά προνόμια και ασυλίες των μελών της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ.

(10)

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού περί OLAF, κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορεί να υποβάλει στο διευθυντή της Υπηρεσίας ένσταση κατά πράξης που θίγει τα συμφέροντά του, η οποία πραγματοποιήθηκε από την Υπηρεσία στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 90 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Κατ’ αναλογία, οι ίδιοι όροι θα πρέπει να εφαρμόζονται και όσον αφορά τις ενστάσεις που υποβάλλονται στο διευθυντή της Υπηρεσίας από εργαζομένους της ΕΚΤ ή μέλη οργάνου λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ και το άρθρο 91 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης θα πρέπει να εφαρμόζεται στις αποφάσεις που λαμβάνονται για τις εν λόγω ενστάσεις,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα απόφαση έχει εφαρμογή:

στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ, σε θέματα που σχετίζονται με τα καθήκοντά τους ως μελών των εν λόγω οργάνων λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ,

στα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ,

στα μέλη των διοικητικών οργάνων και σε κάθε μέλος του προσωπικού των εθνικών κεντρικών τραπεζών, τα οποία συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου και του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ ως αναπληρωτές ή/και ως συνοδεύοντα πρόσωπα, σε θέματα που σχετίζονται με τα καθήκοντα αυτά,

(εφεξής αναφέρονται από κοινού ως «συμμετέχοντες στα όργανα λήψης αποφάσεων»), και

στα μόνιμα ή προσωρινά μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ, τα οποία υπόκεινται στους όρους απασχόλησης της ΕΚΤ,

στα πρόσωπα που εργάζονται για την ΕΚΤ, με άλλη σχέση και όχι βάσει σύμβασης εργασίας, όσον αφορά θέματα που σχετίζονται με την εργασία τους για την ΕΚΤ,

(εφεξής αναφέρονται από κοινού ως «εργαζόμενοι της ΕΚΤ»).

Άρθρο 2

Υποχρέωση συνεργασίας με την Υπηρεσία

Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων της συνθήκης, του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καταστατικού, καθώς και των διαδικασιών που καθορίζονται στον κανονισμό περί OLAF και των κανόνων που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση, οι συμμετέχοντες στα όργανα λήψης αποφάσεων και οι εργαζόμενοι της ΕΚΤ συνεργάζονται πλήρως με τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας που διεξάγουν εσωτερική έρευνα και τους παρέχουν κάθε αναγκαία για τις έρευνες βοήθεια.

Άρθρο 3

Υποχρέωση αναφοράς κάθε πληροφορίας σχετικά με παράνομη δραστηριότητα

1.   Εργαζόμενοι της ΕΚΤ που λαμβάνουν γνώση στοιχείων, βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχόμενων περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή σοβαρών πράξεων εις βάρος των εν λόγω οικονομικών συμφερόντων, που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και μπορεί να συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων εργαζομένου της ΕΚΤ ή συμμετέχοντος στα όργανα λήψης αποφάσεων, δυνάμενη να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, παρέχουν αμελλητί τα εν λόγω στοιχεία στο διευθυντή Εσωτερικής Επιθεώρησης, στο ανώτατο διευθυντικό στέλεχος που προΐσταται της υπηρεσιακής τους μονάδας ή στο μέλος της εκτελεστικής επιτροπής που είναι πρωτίστως αρμόδιο για την εν λόγω υπηρεσιακή μονάδα. Οι τελευταίοι διαβιβάζουν τα στοιχεία αμελλητί στο γενικό διευθυντή Γραμματείας και Γλωσσικών Υπηρεσιών. Οι εργαζόμενοι της ΕΚΤ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υφίστανται άδικη ή διακριτική εις βάρος τους μεταχείριση εξαιτίας γνωστοποίησης όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο.

2.   Συμμετέχοντες στα όργανα λήψης αποφάσεων που λαμβάνουν γνώση στοιχείων της παραγράφου 1 ενημερώνουν το γενικό διευθυντή Γραμματείας και Γλωσσικών Υπηρεσιών ή τον πρόεδρο της ΕΚΤ.

3.   Όταν ο γενικός διευθυντής Γραμματείας και Γλωσσικών Υπηρεσιών ή, όπου κρίνεται σκόπιμο, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, λαμβάνει στοιχεία σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2, τα διαβιβάζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της παρούσας απόφασης, αμελλητί, στην Υπηρεσία και ενημερώνει τη Διεύθυνση Εσωτερικής Επιθεώρησης και, όπου κρίνεται σκόπιμο, τον πρόεδρο της ΕΚΤ.

4.   Σε περιπτώσεις όπου εργαζόμενος της ΕΚΤ ή συμμετέχων στα όργανα λήψης αποφάσεων διαθέτει απτά στοιχεία που στηρίζουν την υπόνοια ύπαρξης περίπτωσης απάτης ή δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά την έννοια της παραγράφου 1, και, ταυτόχρονα έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι η προβλεπόμενη στις ανωτέρω παραγράφους διαδικασία θα παρακώλυε στη συγκεκριμένη περίπτωση την ορθή αναφορά των εν λόγω στοιχείων στην Υπηρεσία, μπορεί να αναφερθεί απευθείας στην Υπηρεσία, χωρίς να υπόκειται στο άρθρο 4.

Άρθρο 4

Συνεργασία με την Υπηρεσία όσον αφορά τις ευαίσθητες πληροφορίες

1.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η κυκλοφορία ορισμένων πληροφοριών εκτός της ΕΚΤ θα μπορούσε να θίξει σοβαρά τη λειτουργία της ΕΚΤ, η απόφαση για το αν θα χορηγηθεί στην Υπηρεσία πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες ή αν θα διαβιβαστούν οι εν λόγω πληροφορίες σε αυτή θα λαμβάνεται από την εκτελεστική επιτροπή. Αυτό ισχύει για πληροφορίες που αφορούν αποφάσεις νομισματικής πολιτικής ή πράξεις που σχετίζονται με τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και τις παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι πιο πρόσφατες του ενός έτους, για δεδομένα που λαμβάνει η ΕΚΤ από τις αρχές άσκησης προληπτικής εποπτείας σχετικά με τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων ή για πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τις τεχνικές προδιαγραφές των τραπεζογραμματίων ευρώ.

2.   Η κατά τα ανωτέρω απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές πτυχές, όπως το βαθμό ευαισθησίας των πληροφοριών που ζητεί για την έρευνα η Υπηρεσία, τη σημασία τους για την έρευνα και τη σοβαρότητα της υπόνοιας, όπως παρουσιάζεται στον πρόεδρο της ΕΚΤ από την Υπηρεσία, από τον εργαζόμενο της ΕΚΤ ή συμμετέχοντα στα όργανα λήψης αποφάσεων, καθώς και το βαθμό του κινδύνου για τη μελλοντική λειτουργία της ΕΚΤ. Σε περίπτωση μη χορήγησης πρόσβασης, η απόφαση εκθέτει τους σχετικούς λόγους. Όσον αφορά δεδομένα που η ΕΚΤ λαμβάνει από τις αρχές άσκησης προληπτικής εποπτείας σχετικά με τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, η εκτελεστική επιτροπή μπορεί να αποφασίζει τη χορήγηση πρόσβασης στην Υπηρεσία, εκτός εάν η οικεία αρχή άσκησης προληπτικής εποπτείας θεωρεί ότι η αποκάλυψη των σχετικών πληροφοριών θα θέσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή του μεμονωμένου πιστωτικού ιδρύματος σε κίνδυνο.

3.   Σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις οι οποίες αφορούν πληροφορίες που σχετίζονται με συγκεκριμένο τομέα δραστηριότητας της ΕΚΤ, ευαισθησίας ανάλογης με αυτή των κατηγοριών των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η εκτελεστική επιτροπή μπορεί προσωρινά να αποφασίζει να μη χορηγεί στην Υπηρεσία πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες. Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται στις αποφάσεις αυτές, οι οποίες ισχύουν για μέγιστη περίοδο έξι μηνών. Κατόπιν, χορηγείται στην Υπηρεσία πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες, εκτός εάν στο μεταξύ το διοικητικό συμβούλιο προέβη σε τροποποίηση της παρούσας απόφασης, προσθέτοντας την κατηγορία των εν λόγω πληροφοριών στις κατηγορίες που καλύπτει η παράγραφος 1. Το διοικητικό συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για την τροποποίηση της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 5

Συνδρομή της ΕΚΤ στις εσωτερικές έρευνες

1.   Κατά την έναρξη εσωτερικής έρευνας στην ΕΚΤ, το αρμόδιο για θέματα ασφαλείας της ΕΚΤ διευθυντικό στέλεχος χορηγεί στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της ΕΚΤ, κατόπιν προσκόμισης γραπτής εξουσιοδότησης, στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία της ταυτότητάς τους και η ιδιότητά τους ως υπαλλήλων της Υπηρεσίας, καθώς και της χορηγούμενης από το διευθυντή της Υπηρεσίας γραπτής εντολής, στην οποία αναφέρεται το αντικείμενο της έρευνας. Ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και ο διευθυντής Εσωτερικής Επιθεώρησης ενημερώνονται αμέσως.

2.   Η Διεύθυνση Εσωτερικής Επιθεώρησης παρέχει υλική συνδρομή στην Υπηρεσία κατά την οργάνωση των ερευνών.

3.   Οι εργαζόμενοι της ΕΚΤ και οι συμμετέχοντες στα όργανα λήψης αποφάσεων παρέχουν κάθε ζητούμενη πληροφορία στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας που διεξάγουν έρευνα, εκτός εάν οι ζητούμενες πληροφορίες θα μπορούσαν κατά την έννοια του άρθρου 4 να είναι ευαίσθητες, οπότε αποφασίζει η εκτελεστική επιτροπή. Η Διεύθυνση Εσωτερικής Επιθεώρησης καταγράφει όλες τις παρεχόμενες πληροφορίες.

Άρθρο 6

Ενημέρωση των ενδιαφερομένων

1.   Στην περίπτωση που αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής εργαζομένου της ΕΚΤ ή συμμετέχοντος σε όργανο λήψης αποφάσεων, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα. Δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά εργαζόμενο της ΕΚΤ ή συμμετέχοντα σε όργανο λήψης αποφάσεων χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με αυτόν, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που υπάρχουν εναντίον του. Τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν το δικαίωμα να τηρούν σιωπή, να μην ενοχοποιούν τον εαυτό τους και να ζητούν προσωπική νομική συνδρομή.

2.   Στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας η αυστηρή τήρηση του απορρήτου, και απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η υποχρέωση να δοθεί σε εργαζόμενο της ΕΚΤ ή συμμετέχοντα σε όργανο λήψης αποφάσεων η δυνατότητα να εκφρασθεί μπορεί να αναβληθεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα σε συμφωνία με τον πρόεδρο ή τον αντιπρόεδρο.

Άρθρο 7

Ενημέρωση σχετικά με τη θέση της έρευνας στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια

Εάν, κατά τη λήξη εσωτερικής έρευνας, δεν προκύψει επιβαρυντικό στοιχείο για τον εγκαλούμενο εργαζόμενο της ΕΚΤ ή συμμετέχοντα σε όργανο λήψης αποφάσεων, η εσωτερική έρευνα τίθεται στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια, με απόφαση του διευθυντή της Υπηρεσίας, ο οποίος ενημερώνει σχετικά, γραπτώς, τον εν λόγω εργαζόμενο της ΕΚΤ ή συμμετέχοντα σε όργανο λήψης αποφάσεων.

Άρθρο 8

Άρση ασυλίας

Κάθε αίτηση εθνικής αστυνομικής ή δικαστικής αρχής που αφορά την άρση ετεροδικίας εργαζομένου της ΕΚΤ ή μέλους της εκτελεστικής επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου ή του γενικού συμβουλίου σχετικά με ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διαβιβάζεται για γνωμοδότηση στο διευθυντή της Υπηρεσίας. Ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ αποφασίζει όσον αφορά την ασυλία εργαζομένων της ΕΚΤ και το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει όσον αφορά την ασυλία μελών της εκτελεστικής επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου ή του γενικού συμβουλίου.

Άρθρο 9

Τροποποίηση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ

Οι όροι απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ τροποποιούνται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4 στοιχείο α), μετά τη δεύτερη περίοδο προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Δεσμεύονται από τις διατάξεις που περιέχονται στην απόφαση ΕΚΤ/2004/11 σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σχετικά με την τροποποίηση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.»

2)

Στο άρθρο 5 στοιχείο β), η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

Εκτός αν άλλως προβλέπεται στην απόφαση ΕΚΤ/2004/11 σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σχετικά με την τροποποίηση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα μέλη του προσωπικού, χωρίς την προηγούμενη άδεια της εκτελεστικής επιτροπής, δεν:».

Άρθρο 10

Τροποποίηση του παραρτήματος Ι των όρων απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ

Το παράρτημα Ι των όρων απασχόλησης της ΕΚΤ, που αφορά τους όρους βραχυπρόθεσμης απασχόλησης, τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4, μετά τη δεύτερη περίοδο προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Δεσμεύονται από τις διατάξεις που περιέχονται στην απόφαση ΕΚΤ/2004/11 σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σχετικά με την τροποποίηση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.»

2)

Στο άρθρο 10 στοιχείο β), η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

Εκτός αν άλλως προβλέπεται στην απόφαση ΕΚΤ/2004/11 σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σχετικά με την τροποποίηση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι εργαζόμενοι με σύμβαση βραχυπρόθεσμης απασχόλησης, χωρίς την προηγούμενη άδεια της εκτελεστικής επιτροπής, δεν:».

Άρθρο 11

Τελική διάταξη

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 3 Ιουνίου 2004.

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 76 της 8.3.2001, σ. 12.

(3)  ΕΕ C 123 της 24.5.2002, σ. 9.

(4)  Υπόθεση C-11/00, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Συλλογή 2003, σ. Ι-7147.

(5)  Επίσημη Εφημερίδα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (Bundesgesetzblatt) αριθ. 45, 1998 της 27.10.1998 και αριθ. 12, 1999 της 6.5.1999.


Επάνω