EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 32005O0017

Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 30ής Δεκεμβρίου 2005 , που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/7 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2005/17)

ΕΕ L 30 της 2.2.2006, σ. 26 έως 29 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
Ειδική έκδοση στη βουλγαρική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 007 σ. 243 - 246
Ειδική έκδοση στη ρουμανική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 007 σ. 243 - 246

Νομικό καθεστώς του εγγράφου Δεν ισχύει πλέον, Ημερομηνία λήξης ισχύος: 31/12/2011; καταργήθηκε από 32011O0014

ELI: http://data.europa.eu/eli/guideline/2006/44/oj

2.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 30/26


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 30ής Δεκεμβρίου 2005

που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/7 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

(ΕΚΤ/2005/17)

(2006/44/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 105 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση,

το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 12.1 και το άρθρο 14.3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση, το άρθρο 18.2 και το άρθρο 20 πρώτη παράγραφος,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η επίτευξη μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής συνεπάγεται την ανάγκη καθορισμού των μέσων και διαδικασιών που πρέπει να χρησιμοποιούνται από το Ευρωσύστημα, το οποίο αποτελείται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ (εφεξής «συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), προκειμένου η εν λόγω πολιτική να εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(2)

Η ΕΚΤ διαθέτει την εξουσία έκδοσης των κατευθυντήριων γραμμών που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, οι δε ΕθνΚΤ υποχρεούνται να ενεργούν σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

(3)

Το κεφάλαιο 6 του παραρτήματος I της κατευθυντήριας γραμμής EΚΤ/2000/7, της 31ης Αυγούστου 2000, σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (1), πρέπει να τροποποιηθεί διττά. Πρώτον, τα κριτήρια αποδοχής όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία της πρώτης και της δεύτερης βαθμίδας πρέπει να ρυθμιστούν διεξοδικότερα προκειμένου για τους τίτλους που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία. Όσοι από τους εν λόγω τίτλους είναι σήμερα αποδεκτοί αλλά δεν πληρούν τα νέα κριτήρια καταλληλότητας θα εξακολουθήσουν να είναι αποδεκτοί για συγκεκριμένη μεταβατική περίοδο. Δεύτερον, στην περίπτωση των δομημένων εκδόσεων, ο κανόνας που εξαιρεί τα χρεόγραφα μειωμένης εξασφάλισης από την πρώτη βαθμίδα χρήζει περαιτέρω διευκρίνισης.

(4)

Σύμφωνα με τα άρθρα 12.1 και 14.3 του καταστατικού, οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κοινοτικού δικαίου,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I της κατευθυντήριας γραμμής EΚΤ/2000/7 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

Άρθρο 2

Οι ΕθνΚΤ των συμμετεχόντων κρατών μελών διαβιβάζουν στην ΕΚΤ, το αργότερο την 1η Μαρτίου 2006, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα κείμενα και τα μέσα διά των οποίων προτίθενται να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

Άρθρο 3

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να ισχύει δύο ημέρες μετά την έκδοσή της. Το άρθρο 1 εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2006.

Άρθρο 4

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται στις ΕθνΚΤ των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Φρανκφούρτη, 30 Δεκεμβρίου 2005.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  ΕΕ L 310 της 11.12.2000, σ. 1· κατευθυντήρια γραμμή όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την κατευθυντήρια γραμμή EΚΤ/2005/2 (ΕΕ L 111 της 2.5.2005, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα I τροποποιείται ως εξής (1):

1.

Η πρώτη περίπτωση της τρίτης παραγράφου στην ενότητα 6.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

Πρέπει να είναι χρεόγραφα με: α) προκαθορισμένο και άνευ αιρέσεων κεφάλαιο και β) τοκομερίδιο του οποίου η ταμειακή ροή να μη δύναται να είναι αρνητική. Επιπλέον, το τοκομερίδιο πρέπει να είναι i) μηδενικό τοκομερίδιο, ii) τοκομερίδιο σταθερού επιτοκίου ή iii) τοκομερίδιο κυμαινόμενου επιτοκίου συνδεδεμένο με επιτόκιο αναφοράς. Το τοκομερίδιο είναι δυνατό να συνδέεται με μεταβολή της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του εκδότη. Αποδεκτά είναι εξάλλου τα ομόλογα με ρήτρα τιμαρίθμου. Τα χρεόγραφα πρέπει να διατηρούν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά καθ’ όλο το διάστημα μέχρι την απόσβεση της εξασφαλιζόμενης υποχρέωσης (2).

Ο υπό α) όρος δεν ισχύει όσον αφορά τίτλους που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία, με εξαίρεση τα ομόλογα που εκδίδουν πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 22 παράγραφος 4 της οδηγίας για τους ΟΣΕΚΑ (3) (“καλυμμένα τραπεζικά ομόλογα”). Το Ευρωσύστημα αξιολογεί την καταλληλότητα των τίτλων που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία, πλην των καλυμμένων τραπεζικών ομολόγων, με βάση τα ακόλουθα κριτήρια.

Τα περιουσιακά στοιχεία που παράγουν ταμειακή ροή πρέπει:

α)

να μεταβιβάζονται νομίμως, σύμφωνα με τους νόμους του οικείου κράτους μέλους, από τον αρχικό δικαιούχο της απαίτησης ή ορισμένο ενδιάμεσο φορέα στην εταιρεία ειδικού σκοπού που διενεργεί την τιτλοποίηση, με τρόπο που το Ευρωσύστημα να θεωρεί ότι συνιστά “γνήσια πώληση” αντιτάξιμη κατά παντός τρίτου, και να βρίσκονται πέραν του ελέγχου του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης και των πιστωτών του, ακόμη και σε περίπτωση αφερεγγυότητας του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης,

και

β)

να μη συνίστανται –στο σύνολο ή σε μέρος τους, πραγματικά ή δυνάμει– σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο ενός υποκείμενου μέσου ή σε παρόμοιες απαιτήσεις που προκύπτουν από μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου μέσω πιστωτικών παραγώγων.

Το Ευρωσύστημα επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να ζητήσει από κάθε τρίτο (π.χ. τον εκδότη, τον αρχικό δικαιούχο της απαίτησης ή τον οργανωτή έκδοσης) οποιαδήποτε διευκρίνιση ή/και νομική επιβεβαίωση θεωρεί αναγκαία για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των τίτλων που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία.

Οι τίτλοι που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία, οι οποίοι είναι κατάλληλοι σύμφωνα με την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2005/2 αλλά δεν πληρούν τα παραπάνω κριτήρια, εξακολουθούν να θεωρούνται κατάλληλοι για μεταβατική περίοδο που λήγει στις 15 Οκτωβρίου 2006.

2.

Στο τέλος της έκτης περίπτωσης της τρίτης παραγράφου στην ενότητα 6.2 προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Δεν είναι αποδεκτοί οι τίτλοι που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία, τους οποίους εκδίδουν φορείς εγκατεστημένοι σε εκτός ΕΟΧ χώρες της ομάδας των 10.»

3.

Η πρώτη περίπτωση της δεύτερης παραγράφου στην ενότητα 6.3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

Πρέπει να είναι χρεόγραφα (εμπορεύσιμα ή μη) με: α) προκαθορισμένο και άνευ αιρέσεων κεφάλαιο και β) τοκομερίδιο του οποίου η ταμειακή ροή να μη δύναται να είναι αρνητική. Επιπλέον, το τοκομερίδιο πρέπει να είναι i) μηδενικό τοκομερίδιο, ii) τοκομερίδιο σταθερού επιτοκίου ή iii) τοκομερίδιο κυμαινόμενου επιτοκίου συνδεδεμένο με επιτόκιο αναφοράς. Το τοκομερίδιο είναι δυνατό να συνδέεται με μεταβολή της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του εκδότη. Αποδεκτά είναι εξάλλου τα ομόλογα με ρήτρα τιμαρίθμου. Τα χρεόγραφα πρέπει να διατηρούν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά καθ’ όλο το διάστημα μέχρι την απόσβεση της εξασφαλιζόμενης υποχρέωσης.

Ο υπό α) όρος δεν ισχύει όσον αφορά τίτλους που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία, με εξαίρεση τα ομόλογα που εκδίδουν πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 22 παράγραφος 4 της οδηγίας για τους ΟΣΕΚΑ (“καλυμμένα τραπεζικά ομόλογα”). Το Ευρωσύστημα αξιολογεί την καταλληλότητα των τίτλων που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία, πλην των καλυμμένων τραπεζικών ομολόγων, με βάση τα ακόλουθα κριτήρια.

Τα περιουσιακά στοιχεία που παράγουν ταμειακή ροή πρέπει:

α)

να μεταβιβάζονται νομίμως, σύμφωνα με τους νόμους του οικείου κράτους μέλους, από τον αρχικό δικαιούχο της απαίτησης ή ορισμένο ενδιάμεσο φορέα στην εταιρεία ειδικού σκοπού που διενεργεί την τιτλοποίηση, με τρόπο που το Ευρωσύστημα να θεωρεί ότι συνιστά “γνήσια πώληση” αντιτάξιμη κατά παντός τρίτου, και να βρίσκονται πέραν του ελέγχου του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης και των πιστωτών του, ακόμη και σε περίπτωση αφερεγγυότητας του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης,

και

β)

να μη συνίστανται –στο σύνολο ή σε μέρος τους, πραγματικά ή δυνάμει– σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο ενός υποκείμενου μέσου ή σε παρόμοιες απαιτήσεις που προκύπτουν από μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου μέσω πιστωτικών παραγώγων.

Το Ευρωσύστημα επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να ζητήσει από κάθε τρίτο (π.χ. τον εκδότη, τον αρχικό δικαιούχο της απαίτησης ή τον οργανωτή έκδοσης) οποιαδήποτε διευκρίνιση ή/και νομική επιβεβαίωση θεωρεί αναγκαία για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των τίτλων που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία.

Οι τίτλοι που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία, οι οποίοι είναι κατάλληλοι σύμφωνα με την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2005/2 αλλά δεν πληρούν τα παραπάνω κριτήρια, εξακολουθούν να θεωρούνται κατάλληλοι για μεταβατική περίοδο που λήγει στις 15 Οκτωβρίου 2006.»

4.

Οι υποσημειώσεις 1 και 2 του πίνακα 4 στο κεφάλαιο 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«(1)

Πρέπει να είναι χρεόγραφα με: α) προκαθορισμένο και άνευ αιρέσεων κεφάλαιο και β) τοκομερίδιο του οποίου η ταμειακή ροή να μη δύναται να είναι αρνητική. Επιπλέον, το τοκομερίδιο πρέπει να είναι i) μηδενικό τοκομερίδιο, ii) τοκομερίδιο σταθερού επιτοκίου ή iii) τοκομερίδιο κυμαινόμενου επιτοκίου συνδεδεμένο με επιτόκιο αναφοράς. Το τοκομερίδιο είναι δυνατό να συνδέεται με μεταβολή της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του εκδότη. Αποδεκτά είναι εξάλλου τα ομόλογα με ρήτρα τιμαρίθμου. Τα χρεόγραφα πρέπει να διατηρούν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά καθ’ όλο το διάστημα μέχρι την απόσβεση της εξασφαλιζόμενης υποχρέωσης.

Ο υπό α) όρος δεν ισχύει όσον αφορά τίτλους που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία, με εξαίρεση τα ομόλογα που εκδίδουν πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 22 παράγραφος 4 της οδηγίας για τους ΟΣΕΚΑ (“καλυμμένα τραπεζικά ομόλογα”). Το Ευρωσύστημα αξιολογεί την καταλληλότητα των τίτλων που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία, πλην των καλυμμένων τραπεζικών ομολόγων, με βάση τα ακόλουθα κριτήρια.

Τα περιουσιακά στοιχεία που παράγουν ταμειακή ροή πρέπει:

α)

να μεταβιβάζονται νομίμως, σύμφωνα με τους νόμους του οικείου κράτους μέλους, από τον αρχικό δικαιούχο της απαίτησης ή ορισμένο ενδιάμεσο φορέα στην εταιρεία ειδικού σκοπού που διενεργεί την τιτλοποίηση, με τρόπο που το Ευρωσύστημα να θεωρεί ότι συνιστά “γνήσια πώληση” αντιτάξιμη κατά παντός τρίτου, και να βρίσκονται πέραν του ελέγχου του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης και των πιστωτών του, ακόμη και σε περίπτωση αφερεγγυότητας του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης,

και

β)

να μη συνίστανται –στο σύνολο ή σε μέρος τους, πραγματικά ή δυνάμει– σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο ενός υποκείμενου μέσου ή σε παρόμοιες απαιτήσεις που προκύπτουν από μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου μέσω πιστωτικών παραγώγων.

Το Ευρωσύστημα επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να ζητήσει από κάθε τρίτο (π.χ. τον εκδότη, τον αρχικό δικαιούχο της απαίτησης ή τον οργανωτή έκδοσης) οποιαδήποτε διευκρίνιση ή/και νομική επιβεβαίωση θεωρεί αναγκαία για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των τίτλων που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία.

Οι τίτλοι που εξασφαλίζονται από περιουσιακά στοιχεία, οι οποίοι είναι κατάλληλοι σύμφωνα με την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2005/2 αλλά δεν πληρούν τα παραπάνω κριτήρια, εξακολουθούν να θεωρούνται κατάλληλοι για μεταβατική περίοδο που λήγει στις 15 Οκτωβρίου 2006.

(2)

Τα χρεόγραφα που παρέχουν δικαιώματα επί του κεφαλαίου ή/και επί των τόκων εξαρτώμενα από τα δικαιώματα κομιστών άλλων χρεογράφων του ίδιου εκδότη (ή, στο πλαίσιο δομημένης έκδοσης, εξαρτώμενα από άλλες σειρές της ίδιας έκδοσης) δεν περιλαμβάνονται στην πρώτη βαθμίδα. Μία σειρά (ή υποσειρά) θεωρείται μη εξαρτώμενη έναντι άλλων σειρών (ή υποσειρών) της ίδιας έκδοσης και είναι “προνομιούχος” εάν, βάσει της προτεραιότητας που εφαρμόζεται ως προς την εξόφληση μετά την έκδοση εκτελεστού τίτλου, κατά τα προβλεπόμενα στο ενημερωτικό δελτίο που περιέχει τους όρους της έκδοσης, η εν λόγω σειρά (ή υποσειρά) εξοφλείται (ως προς το κεφάλαιο και τον τόκο) πριν από άλλες σειρές ή υποσειρές ή είναι η κατά σειρά τελευταία που επιβαρύνεται με ζημίες σε σχέση με τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία.»


(1)  Οι τροποποιήσεις λαμβάνουν υπόψη την παρουσίαση και την αρίθμηση των υποσημειώσεων του παραρτήματος I, όπως αυτό εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο στις 3 Φεβρουαρίου 2005 και δημοσιεύτηκε στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

(2)  Τα χρεόγραφα που παρέχουν δικαιώματα επί του κεφαλαίου ή/και επί των τόκων εξαρτώμενα από τα δικαιώματα κομιστών άλλων χρεογράφων του ίδιου εκδότη (ή, στο πλαίσιο δομημένης έκδοσης, εξαρτώμενα από άλλες σειρές της ίδιας έκδοσης) δεν περιλαμβάνονται στην πρώτη βαθμίδα. Μία σειρά (ή υποσειρά) θεωρείται μη εξαρτώμενη έναντι άλλων σειρών (ή υποσειρών) της ίδιας έκδοσης και είναι “προνομιούχος” εάν, βάσει της προτεραιότητας που εφαρμόζεται ως προς την εξόφληση μετά την έκδοση εκτελεστού τίτλου, κατά τα προβλεπόμενα στο ενημερωτικό δελτίο που περιέχει τους όρους της έκδοσης, η εν λόγω σειρά (ή υποσειρά) εξοφλείται (ως προς το κεφάλαιο και τον τόκο) πριν από άλλες σειρές ή υποσειρές ή είναι η κατά σειρά τελευταία που επιβαρύνεται με ζημίες σε σχέση με τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία.

(3)  Οδηγία 85/611/EΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/EΚ (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).»


Επάνω